- νεομορφοτύπωτος
- νεομορφοτύπωτος, -ον (Α)αυτός που έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με νέο τύπο, με νέα μορφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + μορφή + τυπώνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεομορφοτύπωτοι — νεομορφοτύπωτος in a newfangled shape masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)